τορύνη

τορύνη
(I)
ἡ, Α
κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ-ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού -υ- σε -ο-) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer- «κουνώ, γυρίζω γρήγορα, ανακατεύω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. dweran «γυρίζω ζωηρά, ταράζω», dwiril «ράβδος για ανακάτεμα») με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- ως -υρ- (πρβλ. οτρύνω, τύρβη, πιθ. τυρός) με επίθημα -ύνη (πρβλ. κορ-ύνη, σιβ-ύνη, χελ-ύνη). Η άποψη, ωστόσο, αυτή, μολονότι μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη, παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν, εξάλλου, και οι συνδέσεις τής λ. τορύνη με τον τ. τόρνος ή με το λατ. trua «κουτάλα»].
————————
(II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σιτῶδές τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τον τ. τορύνη (Ι) «κουτάλι», αν υποτεθεί ότι δηλώνει ένα είδος πουρέ, δηλ. φαγητού λειωμένου με κουτάλι. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kweru- «μασώ, αλέθω» και συνδέεται με τη λ. πύρνος (βλ. λ. πύρνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τορύνη — τορύ̱νη , τορύνη stirrer fem nom/voc sg (attic epic ionic) τορυνάω pres imperat act 2nd sg (doric) τορυνάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τορυνάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορύνῃ — τορύ̱νῃ , τορύνη stirrer fem dat sg (attic epic ionic) τορύ̱νῃ , τορύνω stir up aor subj mid 2nd sg τορύ̱νῃ , τορύνω stir up aor subj act 3rd sg τορύ̱νῃ , τορύνω stir up pres subj mp 2nd sg τορύ̱νῃ , τορύνω stir up pres ind mp 2nd sg τορύ̱νῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТОРИНА —    • Τορύνη          (т. е. уполовник), коса в эпиротской области Феспротия. Plut. Ant. 62 …   Реальный словарь классических древностей

  • θεατροτορύνη — θεατροτορύνη, ή (Α) (ως χλευαστ. επίθ. τής εταίρας Μελίσσης) η τορύνη, η κουτάλα τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + τορύνη] …   Dictionary of Greek

  • τορύνω — Α 1. ανακατεύω με την κουτάλα 2. εγχαράσσω, τορνεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. τής λ. τορύνη (Ι). Κατ άλλη, όμως, άποψη, η λ. τορύνη προήλθε από το ρ. τορύνω] …   Dictionary of Greek

  • τορύνας — τορύ̱νᾱς , τορύνη stirrer fem acc pl τορύ̱νᾱς , τορύνη stirrer fem gen sg (doric aeolic) τορύ̱νᾱς , τορύνω stir up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) τορύνᾱς , τορυνάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • kʷeru- —     kʷeru     English meaning: to chew; to grind     Deutsche Übersetzung: “kauen; zermalmen, mahlen (meal, flour and out of it Bereitetes)”?     Material: O.Ind. cárvati “chews up, zermalmt”, participle cūrṇ a s, m. “fine dust, powder, meal,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • SALII — I. SALII German. populi qui et Franci dicuntur, quorum regio Franconia: Sidonius Apollin. Salius pede, falce Gelonus. Amm. Marcellin. l. 17. de Constantio scribens: Quibus paratis, petit primos omnium Francos, eos videlicet, quos consuetudo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ετνοδόνος — ἐτνοδόνος, ον (ΑΜ) αυτός που ανακατεύει τη σούπα, τον χυλό («ἐτνοδόνος τορύνη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + δονος (< δονώ), πρβλ. πολύ δονος] …   Dictionary of Greek

  • πύρνος — ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου» 3. στον πληθ. πύρνοι (κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”